ξανθωμάτωση

ξανθωμάτωση
η
γενική νόσος, συχνά οικογενής και κληρονομική, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή τού μεταβολισμού τών λιπιδίων και από πολλαπλές εναποθέσεις λιπιδικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthomatosis (< ξάνθωμα, -ώματος + κατάλ. -ωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξανθωμάτωση — η βλ. ξανθωμάτωση …   Dictionary of Greek

  • ξάνθωμα — Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”